-
1 полслова
полуслова ουδ. μισή λέξη•написал полслова и остановился αυτός έγραψε μισή λέξη και σταμάτησε.
εκφρ.на полслова – σύντομη ομιλία•поди скда на полслова – έλα εδώ να σου πω μια κουβέντα (ένα λόγο)•на -е ή на полуслове (оборвать, закончить речь), – κόβω στη μέση το λόγο (δεν τον αποτελειώνω)•с полслова ή с полуслова (понять, узнать) – από την αρχή, από την πρώτη λέξη (καταλαβαίνω, γνωρίζω).